Translation meaning & definition of the word "spellbound" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πωλούνται" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spellbound
[Αποσπασμένα]/spɛlbaʊnd/
adjective
1. Having your attention fixated as though by a spell
- synonym:
- fascinated ,
- hypnotized ,
- hypnotised ,
- mesmerized ,
- mesmerised ,
- spellbound ,
- spell-bound ,
- transfixed
1. Έχοντας την προσοχή σας σταθεροποιημένη σαν από ένα ξόρκι
- συνώνυμο:
- γοητευμένος ,
- υπνωτισμένο ,
- μαγευτεί ,
- μαγεία ,
- περιορισμένοσ ,
- επανασταθεί