Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "spell" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πώληση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Spell

[Ξόρκι]
/spɛl/

noun

1. A psychological state induced by (or as if induced by) a magical incantation

    synonym:
  • enchantment
  • ,
  • spell
  • ,
  • trance

1. Μια ψυχολογική κατάσταση που προκαλείται από το ( σαν να προκαλείται από) μια μαγική ξόρκι

    συνώνυμο:
  • γοητεία
  • ,
  • ξόρκι
  • ,
  • έκσταση

2. A time for working (after which you will be relieved by someone else)

  • "It's my go"
  • "A spell of work"
    synonym:
  • go
  • ,
  • spell
  • ,
  • tour
  • ,
  • turn

2. Μια εποχή για την εργασία (μετά από την οποία θα ανακουφιστείτε από κάποιον άλλο)

  • "Πάω"
  • "Ένα ξόρκι εργασίας"
    συνώνυμο:
  • πηγαίνω
  • ,
  • ξόρκι
  • ,
  • περιοδεία
  • ,
  • στρέφω

3. A period of indeterminate length (usually short) marked by some action or condition

  • "He was here for a little while"
  • "I need to rest for a piece"
  • "A spell of good weather"
  • "A patch of bad weather"
    synonym:
  • while
  • ,
  • piece
  • ,
  • spell
  • ,
  • patch

3. Μια περίοδος απροσδιόριστου μήκους (συνήθως κοντ) που χαρακτηρίζεται από κάποια δράση ή πάθηση

  • "Ήταν εδώ για λίγο"
  • "Πρέπει να ξεκουραστώ για ένα κομμάτι"
  • "Ένα ξόρκι καλού καιρού"
  • "Ένα κομμάτι κακού καιρού"
    συνώνυμο:
  • ενώ
  • ,
  • κομμάτι
  • ,
  • ξόρκι
  • ,
  • έμπλαστρο

4. A verbal formula believed to have magical force

  • "He whispered a spell as he moved his hands"
  • "Inscribed around its base is a charm in balinese"
    synonym:
  • spell
  • ,
  • magic spell
  • ,
  • magical spell
  • ,
  • charm

4. Μια λεκτική φόρμουλα που πιστεύεται ότι έχει μαγική δύναμη

  • "Ψιθύρισε ένα ξόρκι καθώς κουνούσε τα χέρια του"
  • "Εγγεγραμμένο γύρω από τη βάση του είναι μια γοητεία στα μπαλινέζικα"
    συνώνυμο:
  • ξόρκι
  • ,
  • μαγικό ξόρκι
  • ,
  • γοητεία

verb

1. Orally recite the letters of or give the spelling of

  • "How do you spell this word?" "we had to spell out our names for the police officer"
    synonym:
  • spell
  • ,
  • spell out

1. Προφορικά απαγγέλλει τα γράμματα ή να δώσει την ορθογραφία του

  • "Πώς γράφεις αυτή τη λέξη?" "έπρεπε να διατυπώσουμε τα ονόματά μας για τον αστυνομικό"
    συνώνυμο:
  • ξόρκι
  • ,
  • ξεφεύγω

2. Indicate or signify

  • "I'm afraid this spells trouble!"
    synonym:
  • spell
  • ,
  • import

2. Υποδείξτε ή σηματοδοτήστε

  • "Φοβάμαι ότι αυτό δημιουργεί πρόβλημα!"
    συνώνυμο:
  • ξόρκι
  • ,
  • εισάγω

3. Write or name the letters that comprise the conventionally accepted form of (a word or part of a word)

  • "He spelled the word wrong in this letter"
    synonym:
  • spell
  • ,
  • write

3. Γράψτε ή ονομάστε τα γράμματα που αποτελούν τη συμβατικά αποδεκτή μορφή της λέξης ( ή μέρος μιας λέξης)

  • "Έγραψε τη λέξη λάθος σε αυτό το γράμμα"
    συνώνυμο:
  • ξόρκι
  • ,
  • γράφω

4. Relieve (someone) from work by taking a turn

  • "She spelled her husband at the wheel"
    synonym:
  • spell

4. Ανακουφίστε το (-κάποιος) από την εργασία με τη λήψη μιας στροφής

  • "Έγραψε τον άντρα της στο τιμόνι"
    συνώνυμο:
  • ξόρκι

5. Place under a spell

    synonym:
  • spell

5. Τοποθετήστε κάτω από ένα ξόρκι

    συνώνυμο:
  • ξόρκι

6. Take turns working

  • "The workers spell every four hours"
    synonym:
  • spell

6. Πάρτε τη σειρά εργασίας

  • "Οι εργαζόμενοι γράφουν κάθε τέσσερις ώρες"
    συνώνυμο:
  • ξόρκι

Examples of using

Can you spell it?
Μπορείτε να το γράψετε?
Mary put a spell on Tom.
Η Μαίρη έβαλε ένα ξόρκι στον Τομ.
How do you spell it?
Πώς το γράφεις?