Translation meaning & definition of the word "speer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηλικιωμένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speer
[Σπέερ]/spɪr/
noun
1. German nazi architect who worked for hitler (1905-1981)
- synonym:
- Speer ,
- Albert Speer
1. Γερμανός ναζί αρχιτέκτονας που εργάστηκε για τον χίτλερ (1905-1981)
- συνώνυμο:
- Σπέερ ,
- Άλμπερτ Σπέερ