Translation meaning & definition of the word "speedy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχύτητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speedy
[Ταχύτατοσ]/spidi/
adjective
1. Characterized by speed
- Moving with or capable of moving with high speed
- "A rapid movement"
- "A speedy car"
- "A speedy errand boy"
- synonym:
- rapid ,
- speedy
1. Χαρακτηρίζεται από ταχύτητα
- Κινείται με ή μπορεί να κινηθεί με υψηλή ταχύτητα
- "Ταχεία κίνηση"
- "Ένα γρήγορο αυτοκίνητο"
- "Ένα γρήγορο αγόρι"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- ταχύτατοσ
2. Accomplished rapidly and without delay
- "Was quick to make friends"
- "His quick reaction prevented an accident"
- "Hoped for a speedy resolution of the problem"
- "A speedy recovery"
- "He has a right to a speedy trial"
- synonym:
- quick ,
- speedy
2. Επιτυγχάνεται γρήγορα και χωρίς καθυστέρηση
- "Ήταν γρήγορα να κάνεις φίλους"
- "Η γρήγορη αντίδρασή του εμπόδισε ένα ατύχημα"
- "Προετοιμασία για ταχεία επίλυση του προβλήματος"
- "Ταχεία ανάκαμψη"
- "Έχει δικαίωμα σε μια γρήγορη δίκη"
- συνώνυμο:
- γρήγορος ,
- ταχύτατοσ
Examples of using
I wish you a speedy recovery!
Σας εύχομαι ταχεία ανάρρωση!