Translation meaning & definition of the word "speedway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχύτητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speedway
[Ταχύτητα]/spidwe/
noun
1. Road where high speed driving is allowed
- synonym:
- speedway
1. Δρόμος όπου επιτρέπεται η οδήγηση υψηλής ταχύτητας
- συνώνυμο:
- ταχύτητα
2. A racetrack for racing automobiles or motorcycles
- synonym:
- speedway
2. Μια πίστα για αγωνιστικά αυτοκίνητα ή μοτοσικλέτες
- συνώνυμο:
- ταχύτητα