Translation meaning & definition of the word "speedboat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχύπλοο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speedboat
[Ταχύπλοο σκάφος]/spidboʊt/
noun
1. A fast motorboat
- synonym:
- speedboat
1. Ένα γρήγορο μηχανοκίνητο σκάφος
- συνώνυμο:
- ταχύπλοο σκάφος