Translation meaning & definition of the word "speculative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερδοσκοπικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speculative
[Κερδοσκοπικόσ]/spɛkjələtɪv/
adjective
1. Not financially safe or secure
- "A bad investment"
- "High risk investments"
- "Anything that promises to pay too much can't help being risky"
- "Speculative business enterprises"
- synonym:
- bad ,
- risky ,
- high-risk ,
- speculative
1. Όχι οικονομικά ασφαλής ή ασφαλής
- "Κακή επένδυση"
- "Επενδύσεις υψηλού κινδύνου"
- "Οτιδήποτε υπόσχεται να πληρώσει πάρα πολλά δεν μπορεί να βοηθήσει να είναι επικίνδυνο"
- "Κερδοσκοπικές επιχειρήσεις"
- συνώνυμο:
- κακός ,
- επικίνδυνος ,
- υψηλού κινδύνου ,
- κερδοσκοπικόσ
2. Not based on fact or investigation
- "A notional figure of cost helps in determining production costs"
- "Speculative knowledge"
- synonym:
- notional ,
- speculative
2. Δεν βασίζεται σε γεγονότα ή έρευνες
- "Ένα πλασματικό ποσοστό του κόστους βοηθά στον προσδιορισμό του κόστους παραγωγής"
- "Κερδοσκοπική γνώση"
- συνώνυμο:
- εποπτικόσ ,
- κερδοσκοπικόσ
3. Showing curiosity
- "If someone saw a man climbing a light post they might get inquisitive"
- "Raised a speculative eyebrow"
- synonym:
- inquisitive ,
- speculative ,
- questioning ,
- wondering(a)
3. Εμφάνιση περιέργειας
- "Αν κάποιος είδε έναν άνθρωπο να σκαρφαλώνει σε μια ελαφριά θέση θα μπορούσε να πάρει περίεργη"
- "Αναπτύχθηκε ένα κερδοσκοπικό φρύδι"
- συνώνυμο:
- περίεργος ,
- κερδοσκοπικόσ ,
- ανάκριση ,
- Αναρρώσο(