Translation meaning & definition of the word "speculation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προδιαγραφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speculation
[Κερδοσκοπία]/spɛkjəleʃən/
noun
1. A message expressing an opinion based on incomplete evidence
- synonym:
- guess ,
- conjecture ,
- supposition ,
- surmise ,
- surmisal ,
- speculation ,
- hypothesis
1. Ένα μήνυμα που εκφράζει γνώμη βασισμένη σε ελλιπή αποδεικτικά στοιχεία
- συνώνυμο:
- μαντέψτε ,
- εικασία ,
- υπόθεση ,
- υποθέτω ,
- σουρμάλ ,
- κερδοσκοπία
2. A hypothesis that has been formed by speculating or conjecturing (usually with little hard evidence)
- "Speculations about the outcome of the election"
- "He dismissed it as mere conjecture"
- synonym:
- speculation ,
- conjecture
2. Μια υπόθεση που έχει σχηματιστεί με την κερδοσκοπία ή την εικασία (συνήθως με λίγα σκληρά στοιχεία)
- "Προδιαγραφές για το αποτέλεσμα των εκλογών"
- "Το απέρριψε ως απλή εικασία"
- συνώνυμο:
- κερδοσκοπία ,
- εικασία
3. An investment that is very risky but could yield great profits
- "He knew the stock was a speculation when he bought it"
- synonym:
- speculation ,
- venture
3. Μια επένδυση που είναι πολύ επικίνδυνη, αλλά θα μπορούσε να αποφέρει μεγάλα κέρδη
- "Γνώριζε ότι το απόθεμα ήταν μια κερδοσκοπία όταν το αγόρασε"
- συνώνυμο:
- κερδοσκοπία ,
- επιχείρηση
4. Continuous and profound contemplation or musing on a subject or series of subjects of a deep or abstruse nature
- "The habit of meditation is the basis for all real knowledge"
- synonym:
- meditation ,
- speculation
4. Συνεχής και βαθιά περισυλλογή ή συζήτηση για ένα θέμα ή μια σειρά από θέματα βαθιάς ή αποχής
- "Η συνήθεια του διαλογισμού είναι η βάση για όλη την πραγματική γνώση"
- συνώνυμο:
- διαλογισμός ,
- κερδοσκοπία