Translation meaning & definition of the word "spectacles" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φαντάσματα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spectacles
[Θεαματοπλοία]/spɛktəkəlz/
noun
1. Optical instrument consisting of a frame that holds a pair of lenses for correcting defective vision
- synonym:
- spectacles ,
- specs ,
- eyeglasses ,
- glasses
1. Οπτικό όργανο που αποτελείται από ένα πλαίσιο που κρατά ένα ζευγάρι φακών για τη διόρθωση της ελαττωματικής όρασης
- συνώνυμο:
- θεάματα ,
- προδιαγραφέσ ,
- γυαλιά οράσεωσ ,
- γυαλιά