Translation meaning & definition of the word "spectacle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπεζ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spectacle
[Θεάματοσ]/spɛktəkəl/
noun
1. Something or someone seen (especially a notable or unusual sight)
- "The tragic spectacle of cripples trying to escape"
- synonym:
- spectacle
1. Κάτι ή κάποιος που είδε (ειδικά ένα αξιοσημείωτο ή ασυνήθιστο θέαμα)
- "Το τραγικό θέαμα των ακρωτηριασμών που προσπαθούν να ξεφύγουν"
- συνώνυμο:
- θέαμα
2. An elaborate and remarkable display on a lavish scale
- synonym:
- spectacle
2. Μια περίτεχνη και αξιοσημείωτη επίδειξη σε πλούσια κλίμακα
- συνώνυμο:
- θέαμα
3. A blunder that makes you look ridiculous
- Used in the phrase `make a spectacle of' yourself
- synonym:
- spectacle
3. Ένα λάθος που σε κάνει να φαίνεσαι γελοίος
- Χρησιμοποιείται στη φράση `κάνε ένα θέαμα του εαυτού σου
- συνώνυμο:
- θέαμα