Translation meaning & definition of the word "speck" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μιλήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Speck
[Σπεκ]/spɛk/
noun
1. A very small spot
- "The plane was just a speck in the sky"
- synonym:
- speck ,
- pinpoint
1. Ένα πολύ μικρό σημείο
- "Το αεροπλάνο ήταν απλά ένα στίγμα στον ουρανό"
- συνώνυμο:
- στίγμα ,
- αναφερόμενοσ
2. (nontechnical usage) a tiny piece of anything
- synonym:
- atom ,
- molecule ,
- particle ,
- corpuscle ,
- mote ,
- speck
2. ( μη τεχνική χρήση) ένα μικροσκοπικό κομμάτι από οτιδήποτε
- συνώνυμο:
- άτομο ,
- μόριο ,
- σωματίδιο ,
- απόσταση ,
- στίγμα
3. A slight but appreciable amount
- "This dish could use a touch of garlic"
- synonym:
- touch ,
- hint ,
- tinge ,
- mite ,
- pinch ,
- jot ,
- speck ,
- soupcon
3. Ένα μικρό αλλά αξιόλογο ποσό
- "Αυτό το πιάτο θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα άγγιγμα σκόρδου"
- συνώνυμο:
- αφή ,
- υπόδειξη ,
- τσούζω ,
- ακάρεα ,
- τσίμπημα ,
- σημείωμα ,
- στίγμα ,
- σούπα
verb
1. Produce specks in or on
- "Speck the cloth"
- synonym:
- speck
1. Παράγετε στίγματα μέσα ή επάνω
- "Πείτε το πανί"
- συνώνυμο:
- στίγμα