Translation meaning & definition of the word "specific" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συγκεκριμένο" στην ελληνική γλώσσα
Specific
[Ειδικός]noun
1. A fact about some part (as opposed to general)
- "He always reasons from the particular to the general"
- synonym:
- particular ,
- specific
1. Ένα γεγονός για κάποιο μέρος (ας σε αντίθεση με το γενικό)
- "Πάντα λόγοι από το συγκεκριμένο στο στρατηγό"
- συνώνυμο:
- ιδιαίτερα ,
- συγκεκριμένοσ
2. A medicine that has a mitigating effect on a specific disease
- "Quinine is a specific for malaria"
- synonym:
- specific
2. Ένα φάρμακο που έχει μετριαστική επίδραση σε μια συγκεκριμένη ασθένεια
- "Η κινίνη είναι ειδική για την ελονοσία"
- συνώνυμο:
- συγκεκριμένοσ
adjective
1. (sometimes followed by `to') applying to or characterized by or distinguishing something particular or special or unique
- "Rules with specific application"
- "Demands specific to the job"
- "A specific and detailed account of the accident"
- synonym:
- specific
1. ( μερικές φορές ακολουθείται από ```) που εφαρμόζει ή χαρακτηρίζεται από ή διακρίνει κάτι συγκεκριμένο ή ιδιαίτερο ή μοναδικό
- "Κανόνες με συγκεκριμένη εφαρμογή"
- "Απαιτήσεις ειδικά για τη δουλειά"
- "Συγκεκριμένος και λεπτομερής απολογισμός του ατυχήματος"
- συνώνυμο:
- συγκεκριμένοσ
2. Stated explicitly or in detail
- "Needed a specific amount"
- synonym:
- specific
2. Αναφέρεται ρητά ή λεπτομερώς
- "Χρειάζεται ένα συγκεκριμένο ποσό"
- συνώνυμο:
- συγκεκριμένοσ
3. Relating to or distinguishing or constituting a taxonomic species
- "Specific characters"
- synonym:
- specific
3. Σχετικά με ή διακρίνουν ή συνιστούν ταξινομικά είδη
- "Συγκεκριμένοι χαρακτήρες"
- συνώνυμο:
- συγκεκριμένοσ
4. Being or affecting a disease produced by a particular microorganism or condition
- Used also of stains or dyes used in making microscope slides
- "Quinine is highly specific for malaria"
- "A specific remedy"
- "A specific stain is one having a specific affinity for particular structural elements"
- synonym:
- specific
4. Όντας ή επηρεάζοντας μια ασθένεια που παράγεται από ένα συγκεκριμένο μικροοργανισμό ή κατάσταση
- Χρησιμοποιείται επίσης από λεκέδες ή βαφές που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή διαφανειών μικροσκοπίων
- "Η κινίνη είναι πολύ συγκεκριμένη για την ελονοσία"
- "Συγκεκριμένη θεραπεία"
- "Ένας συγκεκριμένος λεκές είναι αυτός που έχει μια συγκεκριμένη συγγένεια για συγκεκριμένα δομικά στοιχεία"
- συνώνυμο:
- συγκεκριμένοσ