Translation meaning & definition of the word "specialized" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξειδικευμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Specialized
[Εξειδικευμένο]/spɛʃəlaɪzd/
adjective
1. Developed or designed for a special activity or function
- "A specialized tool"
- synonym:
- specialized ,
- specialised
1. Αναπτύχθηκε ή σχεδιάστηκε για μια ειδική δραστηριότητα ή λειτουργία
- "Εξειδικευμένο εργαλείο"
- συνώνυμο:
- ειδικευμένοσ