Translation meaning & definition of the word "special" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειδικό" στην ελληνική γλώσσα
Special
[Ειδικός]noun
1. A special offering (usually temporary and at a reduced price) that is featured in advertising
- "They are having a special on pork chops"
- synonym:
- special
1. Μια ειδική προσφορά (συνήθως προσωρινή και σε μειωμένη τιμή) που εμφανίζεται στη διαφήμιση
- "Έχουν μια ειδική στις χοιρινές μπριζόλες"
- συνώνυμο:
- ειδικός
2. A dish or meal given prominence in e.g. a restaurant
- synonym:
- special
2. Ένα πιάτο ή ένα γεύμα που δίνεται σε προβολή σε π.χ. ένα εστιατόριο
- συνώνυμο:
- ειδικός
3. A television production that features a particular person or work or topic
- "The last of a series of bbc specials on iran is being shown tonight"
- synonym:
- special
3. Μια τηλεοπτική παραγωγή που περιλαμβάνει ένα συγκεκριμένο άτομο ή εργασία ή θέμα
- "Η τελευταία από μια σειρά ειδικών της βπκ για το ιράν εμφανίζεται απόψε"
- συνώνυμο:
- ειδικός
adjective
1. Unique or specific to a person or thing or category
- "The particular demands of the job"
- "Has a particular preference for chinese art"
- "A peculiar bond of sympathy between them"
- "An expression peculiar to canadians"
- "Rights peculiar to the rich"
- "The special features of a computer"
- "My own special chair"
- synonym:
- particular(a) ,
- peculiar(a) ,
- special(a)
1. Μοναδικό ή συγκεκριμένο για ένα άτομο ή πράγμα ή κατηγορία
- "Οι ιδιαίτερες απαιτήσεις της εργασίας"
- "Έχει μια ιδιαίτερη προτίμηση για την κινεζική τέχνη"
- "Ένας ιδιαίτερος δεσμός συμπάθειας μεταξύ τους"
- "Μια έκφραση περίεργη για τους καναδούς"
- "Δικαιώματα περίεργα για τους πλούσιους"
- "Τα ειδικά χαρακτηριστικά ενός υπολογιστή"
- "Η δική μου ειδική καρέκλα"
- συνώνυμο:
- ειδικό() ,
- ιδιόμορ()
2. For a special service or occasion
- "A special correspondent"
- "A special adviser to the committee"
- "Had to get special permission for the event"
- synonym:
- special
2. Για ειδική υπηρεσία ή περίσταση
- "Ειδικός ανταποκριτής"
- "Ειδικός σύμβουλος της επιτροπής"
- "Είχα να πάρω ειδική άδεια για την εκδήλωση"
- συνώνυμο:
- ειδικός
3. Surpassing what is common or usual or expected
- "He paid especial attention to her"
- "Exceptional kindness"
- "A matter of particular and unusual importance"
- "A special occasion"
- "A special reason to confide in her"
- "What's so special about the year 2000?"
- synonym:
- especial(a) ,
- exceptional ,
- particular(a) ,
- special
3. Ξεπερνώντας αυτό που είναι κοινό ή συνηθισμένο ή αναμενόμενο
- "Της έδωσε ιδιαίτερη προσοχή"
- "Εξαιρετική καλοσύνη"
- "Ειδικό και ασυνήθιστο θέμα σημασίας"
- "Μια ειδική περίσταση"
- "Ένας ιδιαίτερος λόγος για να την εμπιστευτείς"
- "Τι είναι τόσο ξεχωριστό για το 2000?"
- συνώνυμο:
- εξειδικ(α) ,
- εξαιρετικός ,
- ειδικό() ,
- ειδικός
4. Adapted to or reserved for a particular purpose
- "A special kind of paint"
- "A special medication for arthritis"
- synonym:
- special
4. Προσαρμοσμένο ή προσαρμοσμένο για συγκεκριμένο σκοπό
- "Ένα ιδιαίτερο είδος χρώματος"
- "Ένα ειδικό φάρμακο για την αρθρίτιδα"
- συνώνυμο:
- ειδικός
5. Having a specific function or scope
- "A special (or specific) role in the mission"
- synonym:
- limited ,
- special
5. Έχοντας μια συγκεκριμένη λειτουργία ή πεδίο εφαρμογής
- "Ένας ειδικός (ορ συγκεκριμένος) ρόλος στην αποστολή"
- συνώνυμο:
- περιορισμένος ,
- ειδικός
6. First and most important
- "His special interest is music"
- "She gets special (or particular) satisfaction from her volunteer work"
- synonym:
- particular ,
- special
6. Πρώτο και σημαντικότερο
- "Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του είναι η μουσική"
- "Παίρνει ιδιαίτερη ( ιδιαίτερη) ικανοποίηση από την εθελοντική της εργασία"
- συνώνυμο:
- ιδιαίτερα ,
- ειδικός
7. Added to a regular schedule
- "A special holiday flight"
- "Put on special buses for the big game"
- synonym:
- extra ,
- special
7. Προστίθεται σε ένα κανονικό πρόγραμμα
- "Μια ειδική πτήση διακοπών"
- "Βάλτε σε ειδικά λεωφορεία για το μεγάλο παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- επιπλέον ,
- ειδικός