Translation meaning & definition of the word "spawn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεννήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spawn
[Αναπαράγω]/spɑn/
noun
1. The mass of eggs deposited by fish or amphibians or molluscs
- synonym:
- spawn
1. Η μάζα των αυγών που εναποτίθενται από ψάρια ή αμφίβια ή μαλάκια
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή
verb
1. Call forth
- synonym:
- engender ,
- breed ,
- spawn
1. Καλώ
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- φυλή ,
- αναπαραγωγή
2. Lay spawn
- "The salmon swims upstream to spawn"
- synonym:
- spawn
2. Αναπαράγω
- "Ο σολομός κολυμπάει προς τα πάνω για να γεννήσει"
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή
Examples of using
Begone, wretched spawn of Hell's unholy bowels!
Περασμένη, άθλια αναπαραγωγή των ανίερων εντέρων της Κόλασης!
What a planet might need to spawn life?
Τι μπορεί να χρειαστεί ένας πλανήτης για να γεννήσει τη ζωή?