Translation meaning & definition of the word "spatula" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπάτουλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spatula
[Σπάτουλα]/spæʧʊlə/
noun
1. A turner with a narrow flexible blade
- synonym:
- spatula
1. Ένας περιστροφέας με μια στενή εύκαμπτη λεπίδα
- συνώνυμο:
- σπάτουλα
2. A hand tool with a thin flexible blade used to mix or spread soft substances
- synonym:
- spatula
2. Ένα εργαλείο χειρός με μια λεπτή εύκαμπτη λεπίδα που χρησιμοποιείται για την ανάμιξη ή την εξάπλωση μαλακών ουσιών
- συνώνυμο:
- σπάτουλα