Translation meaning & definition of the word "spat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλασικό" στην ελληνική γλώσσα
Spat
[Σπατ]noun
1. A quarrel about petty points
- synonym:
- bicker ,
- bickering ,
- spat ,
- tiff ,
- squabble ,
- pettifoggery ,
- fuss
1. Μια διαμάχη για τα μικρά σημεία
- συνώνυμο:
- διασκεδάζω ,
- διαπληκτίζω ,
- πατώ ,
- τιφ ,
- παραπαίω ,
- πετροχειρουργική ,
- φάουσ
2. A cloth covering (a legging) that covers the instep and ankles
- synonym:
- spat ,
- gaiter
2. Ένα πανί που καλύπτει (α κολάν) που καλύπτει την ενστάλαξη και τους αστραγάλους
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- γκαίτερ
3. A young oyster or other bivalve
- synonym:
- spat
3. Ένα νεαρό στρείδι ή άλλο δίθυρο
- συνώνυμο:
- πατώ
verb
1. Come down like raindrops
- "Bullets were spatting down on us"
- synonym:
- spat
1. Κατέβα σαν σταγόνες βροχής
- "Τα μπουλέτα μας έφτυναν"
- συνώνυμο:
- πατώ
2. Become permanently attached
- "Mollusks or oysters spat"
- synonym:
- spat
2. Επισυνάπτεται μόνιμα
- "Μαλάκια ή στρείδια που φτύνουν"
- συνώνυμο:
- πατώ
3. Strike with a sound like that of falling rain
- "Bullets were spatting the leaves"
- synonym:
- spat
3. Χτυπήστε με έναν ήχο σαν αυτόν της πτώσης της βροχής
- "Τα κουδουνάκια έφτυναν τα φύλλα"
- συνώνυμο:
- πατώ
4. Clap one's hands or shout after performances to indicate approval
- synonym:
- applaud ,
- clap ,
- spat ,
- acclaim
4. Χτυπήστε τα χέρια ή φωνάξτε μετά από παραστάσεις για να υποδείξετε την έγκριση
- συνώνυμο:
- χαιρετώ ,
- χτύπημα ,
- πατώ ,
- αναγνωρίζω
5. Engage in a brief and petty quarrel
- synonym:
- spat
5. Συμμετέχετε σε μια σύντομη και μικροταραχώδη διαμάχη
- συνώνυμο:
- πατώ
6. Spawn
- "Oysters spat"
- synonym:
- spat
6. Αναπαραγωγή
- "Τα βατραχοπέδιλα"
- συνώνυμο:
- πατώ
7. Clap one's hands together
- "The children were clapping to the music"
- synonym:
- clap ,
- spat
7. Χτυπήστε τα χέρια κάποιου μαζί
- "Τα παιδιά χειροκροτούσαν τη μουσική"
- συνώνυμο:
- χτύπημα ,
- πατώ