Translation meaning & definition of the word "sparrow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπουργίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sparrow
[Σπάροου]/spɛroʊ/
noun
1. Any of several small dull-colored singing birds feeding on seeds or insects
- synonym:
- sparrow ,
- true sparrow
1. Οποιοδήποτε από τα πολλά μικρά θαμπά πουλιά τραγουδιού που τρέφονται με σπόρους ή έντομα
- συνώνυμο:
- σπουργίτι ,
- αληθινό σπουργίτι
2. Small brownish european songbird
- synonym:
- hedge sparrow ,
- sparrow ,
- dunnock ,
- Prunella modularis
2. Μικρό καφετί ευρωπαϊκό τραγουδιστικό πουλί
- συνώνυμο:
- σπουργίτι αντιστάθμισης ,
- σπουργίτι ,
- ντάνοκ ,
- Μορφωματική προυνέλλα