Translation meaning & definition of the word "sparkling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφρώδες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sparkling
[Αφρώδησ]/spɑrklɪŋ/
noun
1. A rapid change in brightness
- A brief spark or flash
- synonym:
- twinkle ,
- scintillation ,
- sparkling
1. Μια γρήγορη αλλαγή στη φωτεινότητα
- Μια σύντομη σπίθα ή λάμψη
- συνώνυμο:
- λαμπυρίζω ,
- σπινθηροβόλο ,
- αφρώδησ
adjective
1. Shining with brilliant points of light like stars
- "Sparkling snow"
- "Sparkling eyes"
- synonym:
- sparkling
1. Λάμπει με λαμπρά σημεία φωτός σαν αστέρια
- "Αφρώδες χιόνι"
- "Αγκαλιά μάτια"
- συνώνυμο:
- αφρώδησ
2. Used of wines and waters
- Charged naturally or artificially with carbon dioxide
- "Sparkling wines"
- "Sparkling water"
- synonym:
- sparkling ,
- effervescent
2. Χρησιμοποιείται για κρασιά και νερά
- Φορτίζεται φυσικά ή τεχνητά με διοξείδιο του άνθρακα
- "Αφρώδη κρασιά"
- "Αφρώδες νερό"
- συνώνυμο:
- αφρώδησ ,
- αναβράζοντα
Examples of using
I like sparkling and fruity wines.
Μου αρέσουν τα αφρώδη και φρουτώδη κρασιά.
A glass of sparkling water, please.
Ένα ποτήρι αφρώδες νερό, παρακαλώ.