Translation meaning & definition of the word "sparkle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σπινθήρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sparkle
[Σπινθήρα]/spɑrkəl/
noun
1. Merriment expressed by a brightness or gleam or animation of countenance
- "He had a sparkle in his eye"
- "There's a perpetual twinkle in his eyes"
- synonym:
- sparkle ,
- twinkle ,
- spark ,
- light
1. Χαρούμενος που εκφράζεται με φωτεινότητα ή λάμψη ή κινούμενα σχέδια της όψης
- "Είχε μια λάμψη στα μάτια του"
- "Υπάρχει μια διαρκής λάμψη στα μάτια του"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- λαμπυρίζω ,
- σπινθήρασ ,
- φως
2. The occurrence of a small flash or spark
- synonym:
- glitter ,
- sparkle ,
- coruscation
2. Η εμφάνιση ενός μικρού φλας ή σπίθας
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- αναβλάστηση
3. The quality of shining with a bright reflected light
- synonym:
- glitter ,
- glister ,
- glisten ,
- scintillation ,
- sparkle
3. Η ποιότητα της λάμψης με ένα φωτεινό ανακλώμενο φως
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- σπινθηροβόλο
verb
1. Reflect brightly
- "Unquarried marble sparkled on the hillside"
- synonym:
- sparkle ,
- scintillate ,
- coruscate
1. Αντανακλώ λαμπρά
- "Ανεπιθύμητο μάρμαρο που αναβοσβήνει στην πλαγιά του λόφου"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- σπινθηροβολώ ,
- στεφανώνω
2. Be lively or brilliant or exhibit virtuosity
- "The musical performance sparkled"
- "A scintillating conversation"
- "His playing coruscated throughout the concert hall"
- synonym:
- sparkle ,
- scintillate ,
- coruscate
2. Να είστε ζωντανοί ή λαμπροί ή να επιδείξετε δεξιοτεχνία
- "Η μουσική παράσταση λάμπει"
- "Μια σπινθηριστική συζήτηση"
- "Παίζει στριμωγμένος σε όλη την αίθουσα συναυλιών"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- σπινθηροβολώ ,
- στεφανώνω
3. Emit or produce sparks
- "A high tension wire, brought down by a storm, can continue to spark"
- synonym:
- spark ,
- sparkle
3. Εκπέμπουν ή παράγουν σπινθήρες
- "Ένα καλώδιο υψηλής έντασης, που κατεβαίνει από μια καταιγίδα, μπορεί να συνεχίσει να σπινθήρει"
- συνώνυμο:
- σπινθήρασ ,
- λάμψη
4. Become bubbly or frothy or foaming
- "The boiling soup was frothing"
- "The river was foaming"
- "Sparkling water"
- synonym:
- foam ,
- froth ,
- fizz ,
- effervesce ,
- sparkle ,
- form bubbles
4. Γίνετε αφρώδης ή αφρώδης ή αφρώδης
- "Η σούπα που βράζει αφρίζει"
- "Το ποτάμι αφρίζει"
- "Αγορά νερού"
- συνώνυμο:
- αφρός ,
- φιτς ,
- αναβράζω ,
- λάμψη ,
- φυσαλίδες