Translation meaning & definition of the word "spark" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπινθήρας" στην ελληνική γλώσσα
Spark
[Σπαρ]noun
1. A momentary flash of light
- synonym:
- flicker ,
- spark ,
- glint
1. Μια στιγμιαία λάμψη φωτός
- συνώνυμο:
- τρεμοπαίζω ,
- σπινθήρασ ,
- λάμψη
2. Merriment expressed by a brightness or gleam or animation of countenance
- "He had a sparkle in his eye"
- "There's a perpetual twinkle in his eyes"
- synonym:
- sparkle ,
- twinkle ,
- spark ,
- light
2. Χαρούμενος που εκφράζεται με φωτεινότητα ή λάμψη ή κινούμενα σχέδια της όψης
- "Είχε μια λάμψη στα μάτια του"
- "Υπάρχει μια διαρκής λάμψη στα μάτια του"
- συνώνυμο:
- λάμψη ,
- λαμπυρίζω ,
- σπινθήρασ ,
- φως
3. Electrical conduction through a gas in an applied electric field
- synonym:
- discharge ,
- spark ,
- arc ,
- electric arc ,
- electric discharge
3. Ηλεκτρική διεξαγωγή μέσω αερίου σε εφαρμοσμένο ηλεκτρικό πεδίο
- συνώνυμο:
- απαλλαγή ,
- σπινθήρασ ,
- τόξο ,
- ηλεκτρικό τόξο ,
- ηλεκτρική απαλλαγή
4. A small but noticeable trace of some quality that might become stronger
- "A spark of interest"
- "A spark of decency"
- synonym:
- spark
4. Ένα μικρό αλλά αισθητό ίχνος κάποιας ποιότητας που μπορεί να γίνει ισχυρότερη
- "Μια σπίθα ενδιαφέροντος"
- "Μια σπίθα ευπρέπειας"
- συνώνυμο:
- σπινθήρασ
5. Scottish writer of satirical novels (born in 1918)
- synonym:
- Spark ,
- Muriel Spark ,
- Dame Muriel Spark ,
- Muriel Sarah Spark
5. Σκωτσέζος συγγραφέας σατιρικών μυθιστορημάτων (γεννήθηκε το 1918)
- συνώνυμο:
- Σπαρ ,
- Ο Μουριέλ Σπαρκ ,
- Ντάμα Μουριέλ Σπαρκ ,
- Μουριέλ Σάρα Σπαρκ
6. A small fragment of a burning substance thrown out by burning material or by friction
- synonym:
- spark
6. Ένα μικρό κομμάτι μιας καιόμενης ουσίας που πετιέται έξω από την καύση του υλικού ή από την τριβή
- συνώνυμο:
- σπινθήρασ
verb
1. Put in motion or move to act
- "Trigger a reaction"
- "Actuate the circuits"
- synonym:
- trip ,
- actuate ,
- trigger ,
- activate ,
- set off ,
- spark off ,
- spark ,
- trigger off ,
- touch off
1. Βάλτε σε κίνηση ή να προχωρήσουμε σε δράση
- "Αναζωογονήστε μια αντίδραση"
- "Ενεργοποιήστε τα κυκλώματα"
- συνώνυμο:
- ταξίδι ,
- ενεργώ ,
- σκανδάλη ,
- ενεργοποιώ ,
- ξεκινώ ,
- πυροδοτώ ,
- σπινθήρασ ,
- εκπέμπω ,
- αγγίζω
2. Emit or produce sparks
- "A high tension wire, brought down by a storm, can continue to spark"
- synonym:
- spark ,
- sparkle
2. Εκπέμπουν ή παράγουν σπινθήρες
- "Ένα καλώδιο υψηλής έντασης, που κατεβαίνει από μια καταιγίδα, μπορεί να συνεχίσει να σπινθήρει"
- συνώνυμο:
- σπινθήρασ ,
- λάμψη