Translation meaning & definition of the word "sparing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χωρισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sparing
[Σπαρταρώ]/spɛrɪŋ/
adjective
1. Avoiding waste
- "An economical meal"
- "An economical shopper"
- "A frugal farmer"
- "A frugal lunch"
- "A sparing father and a spending son"
- "Sparing in their use of heat and light"
- "Stinting in bestowing gifts"
- "Thrifty because they remember the great depression"
- "`scotch' is used only informally"
- synonym:
- economical ,
- frugal ,
- scotch ,
- sparing ,
- stinting
1. Αποφυγή απορριμμάτων
- "Οικονομικό γεύμα"
- "Οικονομικός αγοραστής"
- "Ένας λιτός αγρότης"
- "Ένα λιτό μεσημεριανό γεύμα"
- "Ένας πατέρας και ένας γιος που ξοδεύει"
- "Χωρίζοντας στη χρήση θερμότητας και φωτός"
- "Στυπώνοντας στην αποθήκευση δώρων"
- "Πολύ άσχημα γιατί θυμούνται τη μεγάλη κατάθλιψη"
- "Το κουτί χρησιμοποιείται μόνο ανεπίσημα"
- συνώνυμο:
- οικονομικός ,
- λιτόσ ,
- παπαγάλοσ ,
- εξοικονομώ ,
- αποτύπωση
Examples of using
Would you mind sparing me thirty minutes of the day?
Θα σας πείραζε να μου φέρει τριάντα λεπτά της ημέρας?