Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "spare" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανταλλαγή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Spare

[Ανταλλακτικό]
/spɛr/

noun

1. An extra component of a machine or other apparatus

    synonym:
  • spare part
  • ,
  • spare

1. Ένα επιπλέον συστατικό μιας μηχανής ή άλλης συσκευής

    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό

2. An extra car wheel and tire for a four-wheel vehicle

    synonym:
  • fifth wheel
  • ,
  • spare

2. Ένας επιπλέον τροχός αυτοκινήτου και ελαστικό για ένα τετρακίνητο όχημα

    συνώνυμο:
  • πέμπτος τροχός
  • ,
  • ανταλλακτικό

3. A score in tenpins

  • Knocking down all ten after rolling two balls
    synonym:
  • spare

3. Ένα σκορ σε τενεκέν

  • Χτυπώντας και τις δέκα μετά την κύλιση δύο μπάλες
    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό

verb

1. Refrain from harming

    synonym:
  • spare
  • ,
  • save

1. Αποφύγετε να βλάψετε

    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό
  • ,
  • αποθηκεύω

2. Save or relieve from an experience or action

  • "I'll spare you from having to apologize formally"
    synonym:
  • spare

2. Αποθηκεύστε ή ανακουφίστε από μια εμπειρία ή δράση

  • "Θα σας ελευθερώσω από το να πρέπει να ζητήσετε συγγνώμη επίσημα"
    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό

3. Give up what is not strictly needed

  • "He asked if they could spare one of their horses to speed his journey"
    synonym:
  • spare
  • ,
  • give up
  • ,
  • part with
  • ,
  • dispense with

3. Παραιτηθείτε από αυτό που δεν χρειάζεται αυστηρά

  • "Ρωτήθηκε αν θα μπορούσαν να σώσουν ένα από τα άλογά τους για να επιταχύνουν το ταξίδι του"
    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό
  • ,
  • εγκαταλείπω
  • ,
  • συμμετέχω
  • ,
  • απαλλάσσω

4. Use frugally or carefully

    synonym:
  • spare

4. Χρησιμοποιήστε το φαρμακευτικά ή προσεκτικά

    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό

adjective

1. Thin and fit

  • "The spare figure of a marathon runner"
  • "A body kept trim by exercise"
    synonym:
  • spare
  • ,
  • trim

1. Λεπτό και ταιριαστό

  • "Η εφεδρική φιγούρα ενός μαραθωνοδρόμου"
  • "Ένα σώμα διατηρείται περιποίηση με άσκηση"
    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό
  • ,
  • τελειώματα

2. More than is needed, desired, or required

  • "Trying to lose excess weight"
  • "Found some extra change lying on the dresser"
  • "Yet another book on heraldry might be thought redundant"
  • "Skills made redundant by technological advance"
  • "Sleeping in the spare room"
  • "Supernumerary ornamentation"
  • "It was supererogatory of her to gloat"
  • "Delete superfluous (or unnecessary) words"
  • "Extra ribs as well as other supernumerary internal parts"
  • "Surplus cheese distributed to the needy"
    synonym:
  • excess
  • ,
  • extra
  • ,
  • redundant
  • ,
  • spare
  • ,
  • supererogatory
  • ,
  • superfluous
  • ,
  • supernumerary
  • ,
  • surplus

2. Περισσότερα από όσα χρειάζονται, επιθυμούν ή απαιτούνται

  • "Προσπαθώντας να χάσετε το υπερβολικό βάρος"
  • "Βρήκε κάποια επιπλέον αλλαγή που βρίσκεται στη συρταριέρα"
  • "Ακόμα ένα βιβλίο για την εραλδική μπορεί να θεωρηθεί περιττό"
  • "Δεξιότητες που απολύονται από την τεχνολογική πρόοδο"
  • "Κοιμάται στο εφεδρικό δωμάτιο"
  • "Υπεραριθμητική διακόσμηση"
  • "Ήταν υπεραναγνώριση της για να την παραφωνήσει"
  • "Διαγράψτε περιττές (ή περιττές ) λέξεις"
  • "Επιπλέον πλευρές καθώς και άλλα υπεράριθμα εσωτερικά μέρη"
  • "Το τυρί πλεόνασμα διανέμεται στους άπορους"
    συνώνυμο:
  • υπερβολή
  • ,
  • επιπλέον
  • ,
  • απολυταρχικόσ
  • ,
  • ανταλλακτικό
  • ,
  • υπεραναγωγική
  • ,
  • περιττός
  • ,
  • υπεράριθμοσ
  • ,
  • πλεονάζον

3. Not taken up by scheduled activities

  • "A free hour between classes"
  • "Spare time on my hands"
    synonym:
  • spare
  • ,
  • free

3. Δεν αντιμετωπίζονται από προγραμματισμένες δραστηριότητες

  • "Ελεύθερη ώρα μεταξύ των μαθημάτων"
  • "Αφιερώστε χρόνο στα χέρια μου"
    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό
  • ,
  • δωρεάν

4. Kept in reserve especially for emergency use

  • "A reserve supply of food"
  • "A spare tire"
  • "Spare parts"
    synonym:
  • spare

4. Φυλάσσεται σε αποθεματικό ειδικά για χρήση έκτακτης ανάγκης

  • "Αποθεματική προμήθεια τροφίμων"
  • "Εφεδρικό ελαστικό"
  • "Ανταλλακτικά"
    συνώνυμο:
  • ανταλλακτικό

5. Lacking in amplitude or quantity

  • "A bare livelihood"
  • "A scanty harvest"
  • "A spare diet"
    synonym:
  • bare(a)
  • ,
  • scanty
  • ,
  • spare

5. Ελλείψει εύρους ή ποσότητας

  • "Γυμνά προς το ζην"
  • "Μια λιγοστή συγκομιδή"
  • "Εφεδρική διατροφή"
    συνώνυμο:
  • γυμν()
  • ,
  • απατηλός
  • ,
  • ανταλλακτικό

6. Lacking embellishment or ornamentation

  • "A plain hair style"
  • "Unembellished white walls"
  • "Functional architecture featuring stark unornamented concrete"
    synonym:
  • plain
  • ,
  • bare
  • ,
  • spare
  • ,
  • unembellished
  • ,
  • unornamented

6. Έλλειψη διακόσμησης ή διακόσμησης

  • "Ένα απλό στυλ μαλλιών"
  • "Ανεμπέλητοι λευκοί τοίχοι"
  • "Λειτουργική αρχιτεκτονική με έντονο ακατέργαστο σκυρόδεμα"
    συνώνυμο:
  • απλός
  • ,
  • γυμνόσ
  • ,
  • ανταλλακτικό
  • ,
  • ανεμβέλητοσ
  • ,
  • ανεξερεύνητοσ

Examples of using

Thanks for understanding the drama of my homeland, which is, like Pablo Neruda would say, a silent Vietnam; there aren't occupation troops, nor powerful planes clouding the clean skies of my land, but we're under financial blockade, but we have no credits, but we can't buy spare parts, but we have no means to buy foods and we need medicines...
Ευχαριστώ για την κατανόηση του δράματος της πατρίδας μου, όπως θα έλεγε ο Πάμπλο Νερούδα, ένα σιωπηλό Βιετνάμ, ούτε ισχυρά αεροπλάνα, αλλά είμαστε κάτω από οικονομικό αποκλεισμό, αλλά δεν μπορούμε να αγοράσουμε ανταλλακτικά, αλλά δεν έχουμε τρόπο να αγοράσουμε τρόφιμα...
Can you spare a minute?
Μπορείτε να αφήσετε ένα λεπτό?
He enjoys wandering around the forest in his spare time.
Του αρέσει να περιπλανιέται στο δάσος στον ελεύθερο χρόνο του.