Translation meaning & definition of the word "spaceship" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαστημόπλοιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spaceship
[Διαστημόπλοιο]/spesʃɪp/
noun
1. A spacecraft designed to carry a crew into interstellar space (especially in science fiction)
- synonym:
- starship ,
- spaceship
1. Ένα διαστημικό σκάφος σχεδιασμένο να μεταφέρει ένα πλήρωμα σε διαστρικό χώρο (ειδικά στην επιστημονική φαντασία)
- συνώνυμο:
- αστρικό ,
- διαστημόπλοιο
Examples of using
They named the spaceship "Discovery."
Ονόμασαν το διαστημόπλοιο "Ανακάλυψη."
If it is seen from a spaceship, the earth looks blue.
Αν φαίνεται από ένα διαστημόπλοιο, η γη φαίνεται μπλε.
The spaceship is out of orbit around the moon.
Το διαστημόπλοιο είναι εκτός τροχιάς γύρω από το φεγγάρι.