Translation meaning & definition of the word "spaced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαχωρισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Spaced
[Διάστημα]/spest/
adjective
1. Spaced apart
- synonym:
- separated ,
- spaced
1. Διαχωρίζω
- συνώνυμο:
- διαχωρισμένος ,
- διάστημα
2. Arranged with spaces between
- Often used as a combining form
- "Widely spaced eyes"
- synonym:
- spaced
2. Διατεταγμένο με διαστήματα μεταξύ
- Συχνά χρησιμοποιείται ως συνδυαστική μορφή
- "Ευρέως διασταυρωμένα μάτια"
- συνώνυμο:
- διάστημα