Translation meaning & definition of the word "soya" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σόια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soya
[Σόγια]/sɔɪə/
noun
1. Erect bushy hairy annual herb having trifoliate leaves and purple to pink flowers
- Extensively cultivated for food and forage and soil improvement but especially for its nutritious oil-rich seeds
- Native to asia
- synonym:
- soy ,
- soya ,
- soybean ,
- soya bean ,
- soybean plant ,
- soja ,
- soja bean ,
- Glycine max
1. Όρθιο θαμνώδες τριχωτό ετήσιο βότανο που έχει τρίφυλλα φύλλα και μοβ έως ροζ λουλούδια
- Καλλιεργείται εκτενώς για τρόφιμα και ζωοτροφές και βελτίωση του εδάφους αλλά κυρίως για τους θρεπτικούς πλούσιους σε λάδι σπόρους
- Εγγενής στην ασία
- συνώνυμο:
- σόγια ,
- φασόλι σόγιας ,
- φυτό σόγιας ,
- σότζα ,
- φασόλια Σόγια ,
- Μέγιστο γλυκίνης
2. The most highly proteinaceous vegetable known
- The fruit of the soybean plant is used in a variety of foods and as fodder (especially as a replacement for animal protein)
- synonym:
- soy ,
- soybean ,
- soya ,
- soya bean
2. Το πιο πρωτεϊνούχο λαχανικό γνωστό
- Ο καρπός του φυτού σόγιας χρησιμοποιείται σε μια ποικιλία τροφίμων και ως ζωοτροφή ( ειδικά ως υποκατάστατο της ζωικής πρωτεΐνης)
- συνώνυμο:
- σόγια ,
- φασόλι σόγιας