Translation meaning & definition of the word "sow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sow
[Σπέρνω]/saʊ/
noun
1. An adult female hog
- synonym:
- sow
1. Ένα ενήλικο γυναικείο γουρούνι
- συνώνυμο:
- σπέρνω
verb
1. Place (seeds) in or on the ground for future growth
- "She sowed sunflower seeds"
- synonym:
- sow ,
- seed
1. Τοποθετήστε το (σπορό) μέσα ή στο έδαφος για μελλοντική ανάπτυξη
- "Σπέρνει ηλιόσπορους"
- συνώνυμο:
- σπέρνω ,
- σπόρος
2. Introduce into an environment
- "Sow suspicion or beliefs"
- synonym:
- sow
2. Εισάγετε σε ένα περιβάλλον
- "Να στείλετε υποψίες ή πεποιθήσεις"
- συνώνυμο:
- σπέρνω
3. Place seeds in or on (the ground)
- "Sow the ground with sunflower seeds"
- synonym:
- inseminate ,
- sow ,
- sow in
3. Τοποθετήστε τους σπόρους μέσα ή επάνω στο (θαλάσσιο
- "Σπείρετε το έδαφος με ηλιόσπορους"
- συνώνυμο:
- γονιμοποιώ ,
- σπέρνω
Examples of using
The sow is nursing the piglets.
Η χοιρομητέρα θηλάζει τα χοιρίδια.
As you sow, so shall you reap.
Όπως σπέρνεις, έτσι θα θερίσεις.
You reap what you sow.
Θερίζεις αυτό που σπέρνεις.