Translation meaning & definition of the word "soviet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοβιέτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soviet
[Σοβιετικός]/soʊviət/
noun
1. An elected governmental council in a communist country (especially one that is a member of the union of soviet socialist republics)
- synonym:
- soviet
1. Ένα εκλεγμένο κυβερνητικό συμβούλιο σε μια κομμουνιστική χώρα (ειδικά ένα μέλος της ένωσης σοβιετικών σοσιαλιστικών δημοκρατιών)
- συνώνυμο:
- σοβιετική
adjective
1. Of or relating to or characteristic of the former soviet union or its people
- "Soviet leaders"
- synonym:
- Soviet
1. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά της πρώην σοβιετικής ένωσης ή του λαού της
- "Σοβιετικοί ηγέτες"
- συνώνυμο:
- Σοβιετικός