Translation meaning & definition of the word "source" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πηγή" στην ελληνική γλώσσα
Source
[Πηγή]noun
1. The place where something begins, where it springs into being
- "The italian beginning of the renaissance"
- "Jupiter was the origin of the radiation"
- "Pittsburgh is the source of the ohio river"
- "Communism's russian root"
- synonym:
- beginning ,
- origin ,
- root ,
- rootage ,
- source
1. Ο τόπος όπου κάτι αρχίζει, όπου πηγάζει από την ύπαρξη
- "Η ιταλική αρχή της αναγέννησης"
- "Ο δίας ήταν η προέλευση της ακτινοβολίας"
- "Το πίτσμπουργκ είναι η πηγή του ποταμού οχάιο"
- "Η ρωσική ρίζα του κομμουνισμού"
- συνώνυμο:
- αρχή ,
- προέλευση ,
- ρίζα ,
- ρίζωση ,
- πηγή
2. A document (or organization) from which information is obtained
- "The reporter had two sources for the story"
- synonym:
- source
2. Ένα έγγραφο (ορ οργανισμός) από το οποίο λαμβάνονται πληροφορίες
- "Ο δημοσιογράφος είχε δύο πηγές για την ιστορία"
- συνώνυμο:
- πηγή
3. Anything that provides inspiration for later work
- synonym:
- source ,
- seed ,
- germ
3. Οτιδήποτε παρέχει έμπνευση για μεταγενέστερη εργασία
- συνώνυμο:
- πηγή ,
- σπόρος ,
- μικρόβιο
4. A facility where something is available
- synonym:
- source
4. Μια εγκατάσταση όπου κάτι είναι διαθέσιμο
- συνώνυμο:
- πηγή
5. A person who supplies information
- synonym:
- informant ,
- source
5. Ένα άτομο που παρέχει πληροφορίες
- συνώνυμο:
- πληροφοριοδότησ ,
- πηγή
6. Someone who originates or causes or initiates something
- "He was the generator of several complaints"
- synonym:
- generator ,
- source ,
- author
6. Κάποιος που προέρχεται ή προκαλεί ή μυεί κάτι
- "Ήταν η γεννήτρια πολλών παραπόνων"
- συνώνυμο:
- γεννήτρια ,
- πηγή ,
- συγγραφέας
7. (technology) a process by which energy or a substance enters a system
- "A heat source"
- "A source of carbon dioxide"
- synonym:
- source
7. (τεχνολογία) μια διαδικασία με την οποία η ενέργεια ή μια ουσία εισάγει ένα σύστημα
- "Πηγή θερμότητας"
- "Πηγή διοξειδίου του άνθρακα"
- συνώνυμο:
- πηγή
8. Anything (a person or animal or plant or substance) in which an infectious agent normally lives and multiplies
- "An infectious agent depends on a reservoir for its survival"
- synonym:
- reservoir ,
- source
8. Οτιδήποτε άτομο ή ζώο ή φυτό ή ουσία( στο οποίο ένας μολυσματικός παράγοντας ζει και πολλαπλασιάζεται κανονικά
- "Ένας μολυσματικός παράγοντας εξαρτάται από μια δεξαμενή για την επιβίωσή του"
- συνώνυμο:
- δεξαμενή ,
- πηγή
9. A publication (or a passage from a publication) that is referred to
- "He carried an armful of references back to his desk"
- "He spent hours looking for the source of that quotation"
- synonym:
- reference ,
- source
9. Μια δημοσίευση (ή ένα απόσπασμα από μια έκδοση) που αναφέρεται
- "Έφερε ένα οπλισμένο αναφορές πίσω στο γραφείο του"
- "Πέρασε ώρες ψάχνοντας για την πηγή αυτής της προσφοράς"
- συνώνυμο:
- αναφορά ,
- πηγή
verb
1. Get (a product) from another country or business
- "She sourced a supply of carpet"
- "They are sourcing from smaller companies"
- synonym:
- source
1. Πάρτε το προϊόν (α από άλλη χώρα ή επιχείρηση
- "Προμήθευσε μια προμήθεια χαλιού"
- "Προέρχονται από μικρότερες εταιρείες"
- συνώνυμο:
- πηγή
2. Specify the origin of
- "The writer carefully sourced her report"
- synonym:
- source
2. Προσδιορίστε την προέλευση του
- "Η συγγραφέας προέβαλε προσεκτικά την έκθεσή της"
- συνώνυμο:
- πηγή