Translation meaning & definition of the word "sour" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ξιός" στην ελληνική γλώσσα
Sour
[Σουρ]noun
1. A cocktail made of a liquor (especially whiskey or gin) mixed with lemon or lime juice and sugar
- synonym:
- sour
1. Ένα κοκτέιλ από υγρό ( ειδικά ουίσκι ή τζιν) αναμειγνύεται με χυμό λεμονιού ή λάιμ και ζάχαρη
- συνώνυμο:
- ξινός
2. The taste experience when vinegar or lemon juice is taken into the mouth
- synonym:
- sour ,
- sourness ,
- tartness
2. Η γευστική εμπειρία όταν το ξύδι ή ο χυμός λεμονιού λαμβάνεται στο στόμα
- συνώνυμο:
- ξινός ,
- πικρή ,
- ταρτηρία
3. The property of being acidic
- synonym:
- sourness ,
- sour ,
- acidity
3. Η ιδιότητα του να είσαι όξινος
- συνώνυμο:
- πικρή ,
- ξινός ,
- οξύτητα
verb
1. Go sour or spoil
- "The milk has soured"
- "The wine worked"
- "The cream has turned--we have to throw it out"
- synonym:
- sour ,
- turn ,
- ferment ,
- work
1. Πηγαίνω ξινή ή χαλάστε
- "Το γάλα έχει πονέσει"
- "Το κρασί λειτούργησε"
- "Η κρέμα έχει γυρίσει-πρέπει να την πετάξουμε"
- συνώνυμο:
- ξινός ,
- στρέφω ,
- ζύμωση ,
- εργασία
2. Make sour or more sour
- synonym:
- sour ,
- acidify ,
- acidulate ,
- acetify
2. Κάντε ξινό ή πιο ξινό
- συνώνυμο:
- ξινός ,
- οξυνίζω ,
- οξεοποιώ
adjective
1. Smelling of fermentation or staleness
- synonym:
- sour ,
- rancid
1. Μυρωδιά ζύμωσης ή σταθερότητας
- συνώνυμο:
- ξινός ,
- ταραγμένοσ
2. Having a sharp biting taste
- synonym:
- sour
2. Έχοντας μια απότομη γεύση δαγκώματος
- συνώνυμο:
- ξινός
3. One of the four basic taste sensations
- Like the taste of vinegar or lemons
- synonym:
- sour
3. Μία από τις τέσσερις βασικές αισθήσεις γεύσης
- Όπως η γεύση του ξιδιού ή των λεμονιών
- συνώνυμο:
- ξινός
4. In an unpalatable state
- "Sour milk"
- synonym:
- off ,
- sour ,
- turned
4. Σε μια ανίκητη κατάσταση
- "Ξιλάρι γάλακτος"
- συνώνυμο:
- από ,
- ξινός ,
- γύρισε
5. Inaccurate in pitch
- "A false (or sour) note"
- "Her singing was off key"
- synonym:
- false ,
- off-key ,
- sour
5. Ανακριβής στο γήπεδο
- "Μια ψεύτικη σημείωση ()"
- "Το τραγούδι της ήταν εκτός κλειδιού"
- συνώνυμο:
- ψεύτικος ,
- εκτός κλειδιού ,
- ξινός
6. Showing a brooding ill humor
- "A dark scowl"
- "The proverbially dour new england puritan"
- "A glum, hopeless shrug"
- "He sat in moody silence"
- "A morose and unsociable manner"
- "A saturnine, almost misanthropic young genius"- bruce bliven
- "A sour temper"
- "A sullen crowd"
- synonym:
- dark ,
- dour ,
- glowering ,
- glum ,
- moody ,
- morose ,
- saturnine ,
- sour ,
- sullen
6. Δείχνοντας ένα κακό χιούμορ
- "Ένα σκοτεινό καταφύγιο"
- "Η παροιμιώδης τροπή της νέας αγγλίας πουριτάν"
- "Ένα σκοτεινό, απελπιστικό ναρκωτικό"
- "Κάθησε σε κυκλοθυμική σιωπή"
- "Ένας βρώμικος και αντικοινωνικός τρόπος"
- "Μια αυτονομιστική, σχεδόν μισανθρωπική νέα ιδιοφυΐα" - μπρους μπλίβεν
- "Μια ξινή ιδιοσυγκρασία"
- "Ένα πλήθος από ανατριχιαστικό"
- συνώνυμο:
- σκοτεινός ,
- παραπονιέμαι ,
- λαμπερό ,
- αποτυχία ,
- κυκλοθυμικόσ ,
- αναβλύζω ,
- σατουρνίνη ,
- ξινός ,
- νανούρισμα