Translation meaning & definition of the word "soundly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηχηρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soundly
[Ηχηρά]/saʊndli/
adverb
1. Deeply or completely
- "Slept soundly through the storm"
- "The baby is sleeping soundly"
- synonym:
- soundly
1. Βαθιά ή εντελώς
- "Ηχηρά μέσα από την καταιγίδα"
- "Το μωρό κοιμάται ήσυχα"
- συνώνυμο:
- ηχηρά
2. Completely and absolutely (`good' is sometimes used informally for `thoroughly')
- "He was soundly defeated"
- "We beat him good"
- synonym:
- thoroughly ,
- soundly ,
- good
2. Εντελώς και απολύτως (`καλό' χρησιμοποιείται μερικές φορές ανεπίσημα για `κατά προσέγγιση ')
- "Ηττήθηκε απότομα"
- "Τον νικήσαμε καλά"
- συνώνυμο:
- λεπτομερώς ,
- ηχηρά ,
- καλός
Examples of using
The baby was sleeping soundly in his mother's arms.
Το μωρό κοιμόταν ήσυχα στην αγκαλιά της μητέρας του.
The baby was sleeping soundly in his mother's arms.
Το μωρό κοιμόταν ήσυχα στην αγκαλιά της μητέρας του.