Translation meaning & definition of the word "souffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σουφλέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Souffle
[Σούφα]/sufle/
noun
1. Light fluffy dish of egg yolks and stiffly beaten egg whites mixed with e.g. cheese or fish or fruit
- synonym:
- souffle
1. Ελαφρύ χνουδωτό πιάτο από κρόκους αυγών και ασπράδια αυγών που αναμιγνύονται με π.χ. τυρί ή ψάρι ή φρούτα
- συνώνυμο:
- σουφλέ