Translation meaning & definition of the word "sortie" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σπίτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sortie
[Ταξιανθία]/sɔrti/
noun
1. A military action in which besieged troops burst forth from their position
- synonym:
- sortie ,
- sally
1. Μια στρατιωτική ενέργεια στην οποία πολιορκημένα στρατεύματα ξεσπούν από τη θέση τους
- συνώνυμο:
- τσιγκούνης ,
- σάλι
2. (military) an operational flight by a single aircraft (as in a military operation)
- synonym:
- sortie
2. (στρατιωτικό) μια επιχειρησιακή πτήση με ένα μόνο αεροσκάφος (ας σε στρατιωτική επιχείρηση)
- συνώνυμο:
- τσιγκούνης