Translation meaning & definition of the word "sorted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταξινομημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sorted
[Ταξινομημένο]/sɔrtɪd/
adjective
1. Arranged according to size
- synonym:
- sorted
1. Διατεταγμένος σύμφωνα με το μέγεθος
- συνώνυμο:
- ταξινομημένο
2. Arranged into groups
- synonym:
- grouped ,
- sorted
2. Διατεταγμένα σε ομάδες
- συνώνυμο:
- ομαδοποιημένη ,
- ταξινομημένο