Translation meaning & definition of the word "sorrowful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προκλητικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sorrowful
[Λυπημένος]/sɑroʊfəl/
adjective
1. Experiencing or marked by or expressing sorrow especially that associated with irreparable loss
- "Sorrowful widows"
- "A sorrowful tale of death and despair"
- "Sorrowful news"
- "Even in laughter the heart is sorrowful"- proverbs 14:13
- synonym:
- sorrowful
1. Βιώνοντας ή χαρακτηρίζοντας ή εκφράζοντας θλίψη, ειδικά εκείνη που σχετίζεται με ανεπανόρθωτη απώλεια
- "Απαίσιες χήρες"
- "Μια θλιβερή ιστορία θανάτου και απελπισίας"
- "Απαίσια νέα"
- "Ακόμα και στο γέλιο η καρδιά είναι θλιβερή"- παροιμίες 14:13
- συνώνυμο:
- θλιβερός