Translation meaning & definition of the word "sorority" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απορροφητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sorority
[Σοφία]/sərɔrəti/
noun
1. A social club for female undergraduates
- synonym:
- sorority
1. Μια κοινωνική λέσχη για τις γυναίκες προπτυχιακούς φοιτητές
- συνώνυμο:
- απολαυστικότητα