Translation meaning & definition of the word "sorely" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sorely
[Πολύ δυνατά]/sɔrli/
adverb
1. To a great degree
- "I missed him sorely"
- "We were sorely taxed to keep up with them"
- synonym:
- sorely
1. Σε μεγάλο βαθμό
- "Τον έχασα πολύ"
- "Φορολογηθήκαμε πολύ για να συμβαδίσουμε μαζί τους"
- συνώνυμο:
- πονηρά
2. In or as if in pain
- "She moved painfully forward"
- "Sorely wounded"
- synonym:
- painfully ,
- sorely
2. Μέσα ή σαν να πονάει
- "Προχώρησε οδυνηρά προς τα εμπρός"
- "Πολύ τραυματισμένοι"
- συνώνυμο:
- οδυνηρά ,
- πονηρά