Translation meaning & definition of the word "sore" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sore
[Πληγή]/sɔr/
noun
1. An open skin infection
- synonym:
- sore
1. Μια ανοιχτή λοίμωξη του δέρματος
- συνώνυμο:
- πονόλαιμος
adjective
1. Hurting
- "The tender spot on his jaw"
- synonym:
- sensitive ,
- sore ,
- raw ,
- tender
1. Πληγώνει
- "Το τρυφερό σημείο στο σαγόνι του"
- συνώνυμο:
- ευαίσθητος ,
- πονόλαιμος ,
- ακατέργαστοσ ,
- προσφορά
2. Causing misery or pain or distress
- "It was a sore trial to him"
- "The painful process of growing up"
- synonym:
- afflictive ,
- painful ,
- sore
2. Προκαλώντας δυστυχία ή πόνο ή δυσφορία
- "Ήταν μια πολύ επώδυνη δίκη για αυτόν"
- "Η οδυνηρή διαδικασία της ανάπτυξης"
- συνώνυμο:
- επιβλαβής ,
- οδυνηρός ,
- πονόλαιμος
3. Roused to anger
- "Stayed huffy a good while"- mark twain
- "She gets mad when you wake her up so early"
- "Mad at his friend"
- "Sore over a remark"
- synonym:
- huffy ,
- mad ,
- sore
3. Ξυπνάει σε θυμό
- "Στάθηκε απαίσια για λίγο" - μαρκ τουέιν
- "Τρελαίνεται όταν την ξυπνάτε τόσο νωρίς"
- "Ο φίλος του"
- "Πολεμήστε πάνω σε μια παρατήρηση"
- συνώνυμο:
- απαλός ,
- τρελός ,
- πονόλαιμος
Examples of using
My feet are sore.
Τα πόδια μου είναι πονεμένα.
I have a sore throat. Do you have a cough drop?
Έχω πονόλαιμο. Έχετε πτώση βήχα?
Tom has a sore throat.
Ο Τομ έχει πονόλαιμο.