Translation meaning & definition of the word "sordid" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υγρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sordid
[Σορντίν]/sɔrdəd/
adjective
1. Morally degraded
- "A seedy district"
- "The seamy side of life"
- "Sleazy characters hanging around casinos"
- "Sleazy storefronts with...dirt on the walls"- seattle weekly
- "The sordid details of his orgies stank under his very nostrils"- james joyce
- "The squalid atmosphere of intrigue and betrayal"
- synonym:
- seamy ,
- seedy ,
- sleazy ,
- sordid ,
- squalid
1. Ηθικά υποβαθμισμένη
- "Μια περιοχή με σπόρους"
- "Η ναυτική πλευρά της ζωής"
- "Παράξενοι χαρακτήρες που κρέμονται γύρω από τα καζίνο"
- "Συναρπαστικές αποθήκες με. βρωμιά στους τοίχους"- σιάτλ εβδομαδιαία.
- "Οι άθλιες λεπτομέρειες των οργίων του βυθίστηκαν κάτω από τα ρουθούνια του" - τζέιμς τζόις
- "Η άθλια ατμόσφαιρα της ίντριγκας και της προδοσίας"
- συνώνυμο:
- ναυτικός ,
- σπόροι ,
- λεπτόσ ,
- σαρδέλα ,
- απολυμαντικόσ
2. Unethical or dishonest
- "Dirty police officers"
- "A sordid political campaign"
- synonym:
- dirty ,
- sordid
2. Ανήθικο ή ανέντιμο
- "Βρώμικο αστυνομικοί"
- "Μια πολιτική εκστρατεία"
- συνώνυμο:
- βρώμικος ,
- σαρδέλα
3. Foul and run-down and repulsive
- "A flyblown bar on the edge of town"
- "A squalid overcrowded apartment in the poorest part of town"
- "Squalid living conditions"
- "Sordid shantytowns"
- synonym:
- flyblown ,
- squalid ,
- sordid
3. Φάουλ και τρέξιμο-κάτω και αποκρουστικό
- "Ένα μπαρ στην άκρη της πόλης"
- "Ένα υπερπλήρες διαμέρισμα στο φτωχότερο τμήμα της πόλης"
- "Καλές συνθήκες διαβίωσης"
- "Σοβαρές παραγκουπόλεις"
- συνώνυμο:
- πετάω ,
- απολυμαντικόσ ,
- σαρδέλα
4. Meanly avaricious and mercenary
- "Sordid avarice"
- "Sordid material interests"
- synonym:
- sordid
4. Εντελώς αβλαβής και μισθοφόρος
- "Υπέροχη αναταραχή"
- "Βαριά υλικά συμφέροντα"
- συνώνυμο:
- σαρδέλα