Translation meaning & definition of the word "sorcery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απορροφητικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sorcery
[Μαγεία]/sɔrsəri/
noun
1. The belief in magical spells that harness occult forces or evil spirits to produce unnatural effects in the world
- synonym:
- sorcery ,
- black magic ,
- black art ,
- necromancy
1. Η πίστη σε μαγικά ξόρκια που αξιοποιούν απόκρυφες δυνάμεις ή κακά πνεύματα για να παράγουν αφύσικες επιπτώσεις στον κόσμο
- συνώνυμο:
- μαγεία ,
- μαύρη μαγεία ,
- μαύρη τέχνη ,
- νεκρομαντεία