Translation meaning & definition of the word "soprano" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοπράνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soprano
[Σοπράνο]/səprɑnoʊ/
noun
1. A female singer
- synonym:
- soprano
1. Γυναίκα τραγουδίστρια
- συνώνυμο:
- σοπράνο
2. The highest female voice
- The voice of a boy before puberty
- synonym:
- soprano
2. Η υψηλότερη γυναικεία φωνή
- Η φωνή ενός αγοριού πριν την εφηβεία
- συνώνυμο:
- σοπράνο
3. The pitch range of the highest female voice
- synonym:
- soprano ,
- treble
3. Το εύρος της υψηλότερης γυναικείας φωνής
- συνώνυμο:
- σοπράνο ,
- τριπλασιάζω
adjective
1. Having or denoting a high range
- "Soprano voice"
- "Soprano sax"
- "The boy still had a fine treble voice"
- "The treble clef"
- synonym:
- soprano ,
- treble
1. Έχοντας ή υποδηλώνοντας ένα υψηλό εύρος
- "Σοπράνο φωνή"
- "Σοπράνο σαξ"
- "Το αγόρι είχε ακόμα μια ωραία τριπλή φωνή"
- "Η τριπλή κλεφτή"
- συνώνυμο:
- σοπράνο ,
- τριπλασιάζω
Examples of using
Kenny Gorelick murdered the soprano saxophone.
Ο Κένι Γκόρελικ δολοφόνησε το σοπράνο σαξόφωνο.