Translation meaning & definition of the word "sophistication" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωφαντισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sophistication
[Εξελικτικότητα]/səfɪstəkeʃən/
noun
1. Uplifting enlightenment
- synonym:
- edification ,
- sophistication
1. Ανυψωτική φώτιση
- συνώνυμο:
- εποικοδομητικοποίηση ,
- πολυπλοκότητα
2. A deliberately invalid argument displaying ingenuity in reasoning in the hope of deceiving someone
- synonym:
- sophism ,
- sophistry ,
- sophistication
2. Ένα σκόπιμα άκυρο επιχείρημα που εμφανίζει εφευρετικότητα στη συλλογιστική με την ελπίδα να εξαπατήσει κάποιον
- συνώνυμο:
- σοφισμός ,
- σοφιστεία ,
- πολυπλοκότητα
3. Being expert or having knowledge of some technical subject
- "Understanding affine transformations requires considerable mathematical sophistication"
- synonym:
- sophistication
3. Να είναι ειδικός ή να έχει γνώση κάποιου τεχνικού θέματος
- "Η κατανόηση των μετασχηματισμών συγγένειας απαιτεί σημαντική μαθηματική πολυπλοκότητα"
- συνώνυμο:
- πολυπλοκότητα
4. The quality or character of being intellectually sophisticated and worldly through cultivation or experience or disillusionment
- synonym:
- sophistication ,
- worldliness ,
- mundaneness ,
- mundanity
4. Η ποιότητα ή ο χαρακτήρας του να είναι διανοητικά εξελιγμένος και κοσμικός μέσω της καλλιέργειας ή της εμπειρίας ή της απογοήτευσης
- συνώνυμο:
- πολυπλοκότητα ,
- κοσμικότητα ,
- πληρότητα ,
- παντοδυναμία
5. Falsification by the use of sophistry
- Misleading by means of specious fallacies
- "He practiced the art of sophistication upon reason"
- synonym:
- sophistication
5. Παραποίηση με τη χρήση της σοφιστείας
- Παραπλανητικός μέσω των επιφανειών πλάνης
- "Ασκούσε την τέχνη της πολυπλοκότητας κατά τη λογική"
- συνώνυμο:
- πολυπλοκότητα
Examples of using
Simplicity is the ultimate sophistication.
Η απλότητα είναι η απόλυτη πολυπλοκότητα.