Translation meaning & definition of the word "soothe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταπραΰνει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soothe
[Απολαμβάνω]/suð/
verb
1. Give moral or emotional strength to
- synonym:
- comfort ,
- soothe ,
- console ,
- solace
1. Δώστε ηθική ή συναισθηματική δύναμη στο
- συνώνυμο:
- άνεση ,
- απαλύνω ,
- κονσόλα ,
- παρηγοριά
2. Cause to feel better
- "The medicine soothes the pain of the inflammation"
- synonym:
- soothe
2. Επειδή αισθάνεστε καλύτερα
- "Το φάρμακο καταπραΰνει τον πόνο της φλεγμονής"
- συνώνυμο:
- απαλύνω
Examples of using
Music has charms to soothe the savage beast.
Η μουσική έχει γοητείες για να απαλύνει το άγριο θηρίο.
Music has charms to soothe a savage breast.
Η μουσική έχει γοητείες για να απαλύνει ένα άγριο στήθος.