Translation meaning & definition of the word "soot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αιθάλη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soot
[Σότα]/sʊt/
noun
1. A black colloidal substance consisting wholly or principally of amorphous carbon and used to make pigments and ink
- synonym:
- carbon black ,
- lampblack ,
- soot ,
- smut ,
- crock
1. Μια μαύρη κολλοειδής ουσία που αποτελείται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από άμορφο άνθρακα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή χρωστικών και μελανιών
- συνώνυμο:
- μαύρο άνθρακα ,
- λαμπτήρασ ,
- αιθάλη ,
- παραμορφώνω ,
- περικομμένοσ
verb
1. Coat with soot
- synonym:
- soot
1. Παλτό με αιθάλη
- συνώνυμο:
- αιθάλη