Translation meaning & definition of the word "sonny" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γιόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sonny
[Σόνι]/səni/
noun
1. A male child (a familiar term of address to a boy)
- synonym:
- cub ,
- lad ,
- laddie ,
- sonny ,
- sonny boy
1. Ένα αρσενικό παιδί (ένας γνωστός όρος της διεύθυνσης σε ένα αγόρι)
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- παιδί ,
- λάντι ,
- σόνι ,
- ηχηρό αγόρι