Translation meaning & definition of the word "sonic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ηχητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sonic
[Σον]/sɑnɪk/
adjective
1. (of speed) having or caused by speed approximately equal to that of sound in air at sea level
- "A sonic boom"
- synonym:
- sonic ,
- transonic
1. ( της ταχύτητας) που έχει ή προκαλείται από ταχύτητα περίπου ίση με εκείνη του ήχου στον αέρα στο επίπεδο της θάλασσας
- "Μια ηχητική έκρηξη"
- συνώνυμο:
- ηχητικόσ ,
- τρανσονικό
2. Relating to audible sound
- "A sonic wave"
- synonym:
- sonic
2. Σχετικά με τον ακουστικό ήχο
- "Ηχητικό κύμα"
- συνώνυμο:
- ηχητικόσ