Translation meaning & definition of the word "somerset" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σόμερετ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Somerset
[Σόμερσετ]/səmərsɛt/
noun
1. A county in southwestern england on the bristol channel
- synonym:
- Somerset
1. Μια κομητεία στη νοτιοδυτική αγγλία στη μάγχη του μπρίστολ
- συνώνυμο:
- Σόμερσετ
2. An acrobatic feat in which the feet roll over the head (either forward or backward) and return
- synonym:
- somersault ,
- somerset ,
- summersault ,
- summerset ,
- somersaulting ,
- flip
2. Ένα ακροβατικό κατόρθωμα στο οποίο τα πόδια κυλούν πάνω από το κεφάλι (είτε προς τα εμπρός είτε προς τα πίσω ) και επιστρέφουν
- συνώνυμο:
- τούμπα ,
- καλοκαιρινό ,
- θερινό περιβάλλον ,
- αναστρέφω