Translation meaning & definition of the word "somebody" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κάποιος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Somebody
[Κάποιος]/səmbɑdi/
noun
1. A human being
- "There was too much for one person to do"
- synonym:
- person ,
- individual ,
- someone ,
- somebody ,
- mortal ,
- soul
1. Ένας άνθρωπος
- "Υπήρχαν πάρα πολλά για ένα άτομο να κάνει"
- συνώνυμο:
- άτομο ,
- ατομικός ,
- κάποιος ,
- θνητός ,
- ψυχή
Examples of using
Pick on somebody your own size, you bully.
Διαλέξτε κάποιον το δικό σας μέγεθος, εκφοβίζετε.
I'm looking for somebody.
Ψάχνω για κάποιον.
Do you want to keep somebody far from you?
Θέλεις να κρατήσεις κάποιον μακριά σου?