Translation meaning & definition of the word "somber" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κεχριμπάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Somber
[Σόμπερ]/sɑmbər/
adjective
1. Lacking brightness or color
- Dull
- "Drab faded curtains"
- "Sober puritan grey"
- "Children in somber brown clothes"
- synonym:
- drab ,
- sober ,
- somber ,
- sombre
1. Έλλειψη φωτεινότητας ή χρώματος
- Βαρετός
- "Αρπάξτε ξεθωριασμένες κουρτίνες"
- "Πουριτανικό γκρι"
- "Παιδιά σε καφέ και σκοτεινά ρούχα"
- συνώνυμο:
- παραληρώ ,
- νηφάλιος ,
- σκοτεινόσ ,
- σκοτάδι
2. Grave or even gloomy in character
- "Solemn and mournful music"
- "A suit of somber black"
- "A somber mood"
- synonym:
- somber ,
- sombre ,
- melancholy
2. Ταφικός ή ακόμα και ζοφερός στο χαρακτήρα
- "Μοναδική και πένθιμη μουσική"
- "Ένα κοστούμι από μαύρο σκουλήκι"
- "Μελαγχολική διάθεση"
- συνώνυμο:
- σκοτεινόσ ,
- σκοτάδι ,
- μελαγχολία