Translation meaning & definition of the word "soma" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Soma
[Σόμα]/soʊmɑ/
noun
1. Leafless east indian vine
- Its sour milky juice formerly used to make an intoxicating drink
- synonym:
- soma ,
- haoma ,
- Sarcostemma acidum
1. Ανατολική ινδική αμπέλι
- Ο ξινός γαλακτώδης χυμός του παλαιότερα χρησιμοποιούσε για να φτιάξει ένα μεθυστικό ποτό
- συνώνυμο:
- σομα ,
- χάομα ,
- Οξύ σαρκόστεμμα
2. Personification of a sacred intoxicating drink used in vedic ritual
- synonym:
- Soma
2. Προσωποποίηση ενός ιερού μεθυστικού ποτού που χρησιμοποιείται στο βεδικό τελετουργικό
- συνώνυμο:
- Σόμα
3. Alternative names for the body of a human being
- "Leonardo studied the human body"
- "He has a strong physique"
- "The spirit is willing but the flesh is weak"
- synonym:
- human body ,
- physical body ,
- material body ,
- soma ,
- build ,
- figure ,
- physique ,
- anatomy ,
- shape ,
- bod ,
- chassis ,
- frame ,
- form ,
- flesh
3. Εναλλακτικές ονομασίες για το σώμα ενός ανθρώπου
- "Ο λεονάρντο μελέτησε το ανθρώπινο σώμα"
- "Έχει ισχυρή σωματική διάπλαση"
- "Το πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σάρκα είναι αδύναμη"
- συνώνυμο:
- ανθρώπινο σώμα ,
- φυσικό σώμα ,
- υλικό σώμα ,
- σομα ,
- κατασκευή ,
- σχήμα ,
- σωματική διάπλαση ,
- ανατομία ,
- μπούστο ,
- πλαίσιο ,
- φόρμα ,
- σάρκα